τσιπούρας

τσιπούρας
ο, Ν
δεύτερης ποιότητας κρασί που λαμβάνεται από τα τσίπουρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίπουρο + κατάλ. -άς (πρβλ. καραβαν-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εντρυγηφάνιον — ἐντρυγηφάνιον, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ δεύτερος οἶνος», δηλ. το κρασί που παράγεται από τη δεύτερη σύνθλιψη (πάτημα) τών αποπιεσμάτων τών σταφυλιών (τών στεμφύλων) με την προσθήκη νερού, κν. μαγγανίτης, λάγγερο, τσιπούρας βλ. και δευτερίας,… …   Dictionary of Greek

  • τσουπράς — ο, Ν τσιπουράς …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”